τόπιον

τόπιον
τόπ-ιον, τό,
A = τόπος 1.1,5, field, PLond. 1.131.199 (i A. D.); ἄγιον τ. holy place, i.e. monastery, ib.77.25 (vi A. D.); burial-place, tomb, written

τόπην MAMA3.81

([place name] Diocaesarea), 372 ([place name] Corycus); τόπιν ib.168 ([place name] Corasium).
II topia, neut. pl., artistic representation in which natural or artificial features of a place are used as the medium, Vitr.7.5.2: so, opus topiarium, Plin.HN16.140, al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τόπιον — field neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόπιον — τὸ, ΜΑ, και τόπιν Μ [τόπος] αγρόκτημα μσν. φρ. «ἅγιον τόπιον» μοναστήρι πάπ. αρχ. 1. τάφος, μνήμα 2. στον πληθ. τὰ τόπια καλλιτεχνική παρουσίαση ενός τόπου με τη χρησιμοποίηση φυσικών γνωρισμάτων του ή μνημείων τέχνης που βρίσκονταν σ αυτόν …   Dictionary of Greek

  • τοπίοις — τόπιον field neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοπίου — τόπιον field neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοπίων — τόπιον field neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόπια — τόπιον field neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοσχοτόπιον — μοσχοτόπιον, τὸ (Α) τόπος στον οποίο κόβονται τρυφερά κλαδιά, βέργες, παραφυάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + τόπιον (< τόπος), πρβλ. ερειπο τόπιον] …   Dictionary of Greek

  • οικοτόπιον — οἰκοτόπιον, τὸ (Μ) έκταση εδάφους προορισμένη για ανοικοδόμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + τόπιον (< τόπος), πρβλ. ερειπο τόπιον] …   Dictionary of Greek

  • αεροτόπι — και αγεροτόπι, το τοποθεσία εκτεθειμένη στους ανέμους, που τήν πιάνουν οι άνεμοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + *τόπι < μσν. τόπιον, υποκορ. τού τόπος] …   Dictionary of Greek

  • αλωνοτόπι — το το αλώνι και (γενικά) κάθε τόπος που μπορεί να γίνει αλώνι νεοελλ. στον πληθ. τα αλωνοτόπια τοποθεσία όπου υπάρχουν πολλά αλώνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἁλωνοτόπιον < ἁλώνι(ον) + τόπιον, υποκορ. τού ουσ. τόπος] …   Dictionary of Greek

  • αμπελοτόπι — το ο αμπελότοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀμπελοτόπιον < ἄμπελος + τόπιον < τόπος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”